- εὐέλπιδα
- εὔελπιςhopefulneut nom/voc/acc plεὔελπιςhopefulmasc/fem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Εὐέλπιδα — Εὐελπίδης masc voc sg Εὐελπίδης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύελπις — ιδος, ι (ΑΜ εὔελπις, ι) 1. αυτός που ελπίζει σε κάτι («ευέλπιδα όνειρα», Παπαδ.) 2. αυτός που παρέχει αγαθές ελπίδες, αυτός που υπόσχεται πολλά καλά («λαλιά τις εὔελπις» λαλιά παρηγορήτρα, Πολ.) νεοελλ. (το αρσ. στον εν. και πληθ.) ο εύελπις και… … Dictionary of Greek